Συγχωρήστε, παρακαλώ, αυτόν τον …εκτροχιασμό, παρασυρθήκαμε, αλλά έτσι είναι, όταν μεθάει κανείς απ` τον ενθουσιασμό… Ο γράφων, ερασιτέχνης πολύ μικρός αμπελουργός-οινοποιός, όπως κάθε χρόνο ακριβώς, κουβαλάει πάλι τα σύνεργα, τα κλαδευτήρια, τα ψαλίδια, τα καλάθια και την αγάπη του στο χώμα, τα ακουμπάει κάτω, στη γη, για να πάρουνε την …άδειά της κι αρχίζει με μεγάλη προσοχή την ιεροτελεστία του τρύγου.
Φέτος ήταν στραβό το κλήμα, μα δεν το `φαγε ο γάιδαρος, αφού οι υψηλές θερμοκρασίες, όλο σχεδόν το καλοκαίρι, δεν άφησαν να χοντρύνει η ρώγα, να γεμίσει αρώματα, χρώματα, να γυαλίσει στο φως του ήλιου, και γλύκανε νωρίς· κρίμα στην παροιμία, «Αγάλι-αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι»… Έτσι, η παραγωγή μειώθηκε, αλλά η χρονιά δεν πάει χαμένη εντελώς. Ίσως να βοήθησε και λίγο… ο Διόνυσος, για τον οποίο ο Ευριπίδης, στις «Βάκχες», λέει: «Ο Σεμέλης γόνος (Διόνυσος) βότρυος υγρόνπωμ` ηύρε». Οι πρώτοι αμπελουργοί, λένε, πως κατοικούσαν στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και ο πρώτος οινοποιός, ήταν ο Μάρωνας, τον οποίο τιμούσαν στην Μαρώνεια της «πολύοινης» Θράκης. Από `κει, η καλλιέργεια μεταφέρθηκε στη Σικελία, την Ιταλία κι αργότερα, απ` τους Φοίνικες, στη Γαλλία. Από την Π. Διαθήκη (Γένεση), μαθαίνουμε, πως το πρώτο φυτό που φύτεψε ο Νώε μετά τον κατακλυσμό, ήταν η άμπελος και ύστερα η ελιά.
Ο Όμηρος, στην Ιλιάδα, επαινεί το περίφημο κρασί της Μαρώνειας: «Δεν λέω, εύφορη είναι των Κυκλώπων μας η γη (Σικελία) / βγάζει κρασί από μεγάλες αμπελίσιες ρώγες, / όμως αυτό (της Μαρώνειας), είναι απόσταγμα από αμβροσία και νέκταρ.
Από τις διηγήσεις των παππούδων του, ο γράφων, παιδί τότε, συγκράτησε στη μνήμη του τα λόγια τους, όταν πρόσφυγες, το 1906, της Ανατολικής Ρωμυλίας, (Βόρειας Θράκης), έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα, εκτός από τα απολύτως απαραίτητα (ρουχισμό), μία εικόνα και καμιά εικοσαριά ρίζες κλήματα, κάθε οικογένεια. Το αμπέλι εκτός από τους φανατικούς φίλους, έχει και φανατικούς εχθρούς, οι οποίοι ζηλεύουν τη δόξα του κι αρχίζουν από νωρίς να επιτίθενται στα τρυφερά πράσινα φύλλα. Τα έντομα (ψύλλοι), τα σκαθάρια, οι μύκητες, αργότερα οι ακρίδες, οι σφήκες, κλέβουν ένα μερίδιο της ευρωστίας των κλημάτων, πριν ακόμα ωριμάσουν οι ρώγες κι αρχίσουν να ροδίζουν. Ο Αριστοφάνης, στις «Όρνιθες», θεωρεί απαραίτητο το αμπέλι στη νέα πόλη, που φτιάχνει, τη Νεφελοκοκκυγία, ανάμεσα από τον ουρανό και τη γη, για να κατοικήσουν τα πουλιά, γιατί σιχάθηκαν τους ανθρώπους (Αθηναίους), που πολεμούν διαρκώς, λέει:
Πρώτα-πρώτα δεν θα σου αφανίζουν οι ακρίδες
τ` αμπέλια· ένας λόχος κουκουβάγιες
και γεράκια θα τις ξεπαστρέψουν. μτφρ. Γ. Ρούσσος Κάκτος
Η καλλιέργεια του αμπελιού δεν είναι εύκολη υπόθεση, σε θέλει κοντά του, να το βλέπεις, να το φροντίζεις και να επεμβαίνεις, όταν βρίσκεται σε κίνδυνο. Από τα στοιχεία του αμπελιού, μέχρι και το τέλος του τρύγου, δεν πετιέται τίποτα. Από τα μεγάλα - σαν ανοιχτές ανθρώπινες παλάμες - πράσινα φύλλα, τις κορφάδες, μέχρι και τα στέμφυλα (τσίπουρα), μετά το πατητήρι, είναι όλα χρήσιμα. Τα αμπελόφυλλα που μαζεύουν οι γυναίκες (συνήθως), εκεί κοντά στο Πάσχα, για να μαγειρέψουν ντολμάδες, οι κορφάδες που διορθώνουν την οξύτητα του μούστου στους κάδους ζύμωσης και τα στέμφυλα, με τον βρασμό τους, αργότερα, θα κάνουν το αγαπημένο ποτό των Ελλήνων, (ρακή-τσίπουρο). Ακόμα και τα κλωνάρια (κληματόβεργες), κατά τη διάρκεια του κλαδέματος, δεν πετιούνται, αλλά καίγονται τη μέρα του Πάσχα στην ψησταριά, για να αρωματιστεί το αρνί που ψήνεται…
Τα αμπελόφυλλα είναι το «εργοστάσιο», όπου γίνεται η σύνθεση των ουσιών, «ο καθρέφτης» και σηματοδοτεί από την αρχή την καλή πορεία ανάπτυξης και καρποφορίας του αμπελιού.
Στο ποίημά του «Ο Τρυγητός», ο Κ. Κρυστάλλης, εύχεται το πλούσιο αμπέλι του, το πλατύφυλλο, να του δώσει καλά σταφύλια, να τα τρυγήσει και να κάνει κρασί αθάνατο και μυρωδάτο… Αμπέλι μου πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο / δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω / να κάνω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γεμάτο.
Ο Ν. Καζαντζάκης, παιδί ακόμα, παρακολουθεί σ` ένα χωριό της Κρήτης το γιορτάσι του τρύγου κι εκστασιάζεται: «Στο χωριό που περάσαμε, μεσόγυμνοι τριχωτοί αντρακλάδες πατούσαν σταφύλια στο πατητήρι και χόρευαν, έλεγαν χωρατάδες και σκούσαν στα γέλια·μύριζε το χώμα μούστο, οι γυναίκες ξεφούρνιζαν ψωμί, τα σκυλιά γάβγιζαν, βουή από σφήκες και μελίσσια κι ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει κατακόκκινος, σα να πατούσε κι αυτός σταφύλια, ολομέθυστος» Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 77.
Ο λαογράφος καθηγητής Δ. Λουκάτος, γράφει στα «Φθινοπωρινά» σελ. 29 για το έθιμο του τρύγου, πότε και πώς ορίζονταν η ημερομηνία του, στο Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας: «Σαν ήθελε περάσει του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), μπορούσε ο κάθε νοικοκύρης να τρυγήσει. Όριζαν την ημέρα, κι αποβραδίς, ξεκινούσαν όλοι μαζί για τ` αμπέλια. Έφερναν μαζί τους και όργανα (γκάιντες, νταούλια), κρεμούσαν στ` άλογά τους κουδούνια και ξεκινούσαν. Αργά, σαν τελείωνε ο τρύγος (…) οι τρυγητάδες έφερναν μαζί τους απ` τ` αμπέλια πρασινάδες και τσαμπιά με κληματόφυλλα που τα κρεμούσαν στους τοίχους, στις πόρτες, στα παράθυρα… τα έκαναν στεφάνια και τα φορούσαν στα κεφάλια των κοριτσιών…
Βοηθήματα
Πολύμερου-Ανδρίτσου-Θανόπουλος: Αγροτική παράδοση και λαϊκή τέχνη. 2ος κύκλος. Υπ. Εθν. Παιδ.-Θρησκ. 2000 σελ. 139
Ν.Καζαντζάκη Αναφορά στον Γκρέκο
Σταυρούλα Κουράκου-Δραγώνα. Φυτοπροστασία, στους αμπελώνες της αρχαίας Μεύδης. Επιστ. Συμπόσιο. Οίνου Ιστορία ΙΙΙ σελ. 63, 2004 Αθήνα
Όμηρος Ιλιάδα μτφ Θ.ΜαυρόπουλοςΖήτρος
Βέκιος, Κούκης, Τσακίρης, Το βιβλίο του κρασιού εκδ. Ψύχαλος «ΤΑ ΝΕΑ»
Δ. Χατζηνικολάου. Οίνος και Αίνος 2004 εκδ. Οίνος ο αγαπητός
Τάσου Πουλτσάκη. Μία πανάρχαιη γλυκιά τελετουργία. εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» 29/9/2016 Λάρισα
* Του Τάσου Πουλτσάκη